ἐπανδρῶσαι

ἐπανδρῶσαι
ἐπανδρόω
make manly
aor inf act

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • επανδρώνω — (Α ἐπανδρῶ, όω) [έπανδρος] νεοελλ. 1. τοποθετώ πλήρωμα σε αιχμαλωτισμένο πλοίο τού εχθρού 2. γεν. εφοδιάζω ένα πλοίο παροπλισμένο με πλήρωμα 3. (κατ* επέκτ.) τοποθετώ σε μια υπηρεσία το αναγκαίο για τη λειτουργία της προσωπικό αρχ. μεταβάλλω κάτι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”